- συγκρητισμός
- Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους, όπως ειρηνισμός, αρμονισμός, εκλεκτισμός) για να χαρακτηρίσει το συγκερασμό αντίθετων θεωρητικών τάσεων και κατάληξε τελικά συνώνυμο του όρου «συγχώνευση» ή και του «υβριδισμός». Ο φιλοσοφικοθρησκευτικός σ. ανήκει κυρίως στους τέσσερις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του φαινόμενου αυτού είναι οι προσπάθειες των διάφορων γνωστικών αιρέσεων να συγχωνεύσουν τον ορφισμό ή τις διάφορες πλατωνικές θεωρίες με το χριστιανισμό. Με την έννοια του «υβριδισμού» χρησιμοποιείται σήμερα στη θρησκευτική φαινομενολογία, για να προσδιορίσει θρησκευτικές μορφές που προήρθαν από τη συγχώνευση ετερογενών ιδεολογιών και λατρειών. Μιλάμε π.χ. σήμερα για αφροχριστιανικό σ., για να χαρακτηρίσουμε ένα πλήθος θρησκευτικών κινημάτων των νέγρων της Νότιας Αμερικής, των Αντιλλών κλπ., τα οποΐα ερμήνευσαν το χριστιανισμό μέσα στα σχήματα των διάφορων θρησκειών που προέρχονται από την Αφρική, από όπου οι πρόγονοι τους μεταφέρθηκαν εκεί ως σκλάβοι. Ένα από τα γνωστότερα κινήματα του είδους αυτού είναι το βοντού, που εμφανίστηκε στην Αϊτή.
Σημαντικά συγκριτικά φαινόμενα παρουσιάστηκαν και στη θρησκεία της κλασικής αρχαιότητας κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο: θεότητες όπως η Ίσις, ο Ζευς, ο Μίθρας κλπ. βρίσκονταν στο κέντρο των κινημάτων αυτών, που συγκέντρωναν τα χαρακτηριστικά όλων των άλλων.
θρησκευτική τάση αντίθετη προς το σ. αποτελεί ο προσηλυτισμός που τείνει στον αποκλεισμό όλων των άλλων θρησκειών.
* * *ο, ΝΑ [συγκρητίζω]νεοελλ.1. το φαινόμενο τής συγχώνευσης διαφόρων θρησκειών και τύπων λατρείας, αλλ. θρησκευτικός συγκρητισμός2. (κοινων. ανθρωπολ.) η σύνθεση δύο ή περισσότερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς και δίνουν γένεση σε νέες πολιτιστικές μορφές3. (ειδικά) θρησκειολογικό φαινόμενο τών ελληνιστικών και μεταχριστιανικών χρόνων που εκδηλώθηκε ως ανάμιξη, αφομοίωση και συγχώνευση τών θρησκευτικών αντιλήψεων και τών λατρευτικών τύπων τών ανατολικών θρησκειών και μυστηρίων με τη θρησκεία και τα μυστήρια τών αρχαίων Ελλήνων και τών Ρωμαίων, έτσι ώστε οι διάφοροι λαοί να λατρεύουν, μολονότι με διαφορετικό όνομα, την ίδια θεότητα και μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα να εμφανιστεί ο χριστιανισμός4. (φιλοσ.) ο τεχνητός συμβιβασμός ανόμοιων και ασυμβίβαστων μεταξύ τους ιδεών ή διδασκαλιών σε ένα φιλοσοφικό σύστημααρχ.(κυρίως στην Κρήτη) η συνένωση δύο αντιμαχόμενων μερίδων εναντίον ενός τρίτου, κοινού εχθρού.
Dictionary of Greek. 2013.